- ἀγνοούμενοι
- ἀγνοέωnot to perceivepres part mp masc nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
RIK 2 — Création 1992 Langue Grec Turc Anglais Pays … Wikipédia en Français
ραδιουργώ — ῥᾳδιουργῶ, έω, ΝΜΑ [ραδιουργός] ενεργώ με δόλιο και πανούργο τρόπο εναντίον κάποιου, φέρομαι ύπουλα και με πονηρία με σκοπό να βλάψω ή και να εξαπατήσω κάποιον, μηχανορραφώ, σκευωρώ αρχ. 1. κάνω κάτι με ευκολία 2. ενεργώ με απερισκεψία, με… … Dictionary of Greek
αγνοώ — αγνόησα, αγνοήθηκα, αγνοημένος 1. δεν ξέρω: Αυτός αγνοεί στοιχειώδη πράγματα. 2. η μτχ. του παθητ. ενεστ., αγνοούμενος στη στρατιωτική ορολογία σημαίνει αυτόν που κηρύχτηκε σε άγνοια: Μετά τη μάχη υπήρχαν πέντε αγνοούμενοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)